καλιστρῶ

καλιστρῶ
καλιστρέω
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
καλιστρέω
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλιστρώ — καλιστρῶ, έω (Α) (επιτατ. τ. τού καλώ*) καλώ επιτακτικά, έντονα («ἀπὸ τῶν τεγῶν ἐκαλίστρουν τοὺς παριόντας», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικό παράγωγο τού καλῶ που σχηματίστηκε πιθ. μέσω ενός ουσ. σε τήρ (* καλισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”